αδιοπος

αδιοπος
    ἀδίοπος
    ἀ-δίοπος
    2
    оставленный без присмотра, лишившийся начальника Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αδιοπος" в других словарях:

  • αδίοπος — ἀδίοπος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που δεν έχει δίοπο, δηλ. Κυβερνήτη, ακυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δίοπος (= αρχηγός, διοικητής, κυβερνήτης) < διέπω] …   Dictionary of Greek

  • ἀδίοπος — without commander masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίοπον — ἀδίοπος without commander masc/fem acc sg ἀδίοπος without commander neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίοποι — ἀδίοπος without commander masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»